- Ἰνδά
- Ἰνδά̱ , Ἰνδήfallacyfem nom/voc/acc dualἸνδά̱ , Ἰνδήfallacyfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰνδάς — Ἰνδά̱ς , Ἰνδή fallacy fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εφετίνδα — ἐφετίνδα (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφετίνδα παίζειν εἶδος παιδιᾱς, ὅταν σφαῑραν ἄλλη προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἐφετὸς < ἐφίημι (πρβλ. ἔφεσις) + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ἀκινητ ίνδα (< ακίνητος + ίνδα), διελκυστ ίνδα (<… … Dictionary of Greek
διελκυστίνδα — η (Α επίρρ. διελκυστίνδα) παιχνίδι κατά το οποίο δύο ομάδες κρατούν τα άκρα ενός σχοινιού και προσπαθούν να παρασύρουν η μια την άλλη πέρα από την οροθετική γραμμή νεοελλ. φρ. «πολιτική διελκυστίνδα» η προσπάθεια πολιτικών ομάδων να… … Dictionary of Greek
κρυπτίνδα — (Μ) επίρρ. παίζοντας κρυφτό, το κρυφτούλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, στρεπτ ίνδα)] … Dictionary of Greek
κυνητίνδα — (Α) επίρρ. ονομασία ερωτικού παιχνιδιού κατά το οποίο καθένας από τους παίκτες προσπαθούσε να φιλήσει τον αντίπαλό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυνώ «φιλώ» + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ακινητ ίνδα, κρυπτ ίνδα)] … Dictionary of Greek
ληκίνδα — (Α) φρ. «ληκίνδα παίζειν» παίζω με χρόνο, κρατώ τον χρόνο χτυπώντας στο τύμπανο τα δάχτυλα («ὁ δὴ ληκίνδα ἔπαιζεν, ἄλλος ἐρρικνοῡτο σὺν γέλωτι τὴν ὀσφῡν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, κρυπτ ίνδα). Ο… … Dictionary of Greek
μοσχίνδα — (Α) επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ἑξῆς καὶ ἀνελλιπῶς». [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. ξιφ ίνδα, ταυρ ίνδα)] … Dictionary of Greek
ξιφίνδα — (Μ) επίρρ. φρ. «ξιφίνδα παίζειν» παιχνίδι με ξίφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα, μοσχ ίνδα)] … Dictionary of Greek
πλειστοβολίνδα — ἡ, Α (ενν. παιδιά) παιχνίδι με κύβους ή αστραγάλους στο οποίο νικητής ήταν εκείνος που έριχνε τις περισσότερες βολές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλειστοβόλος + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα, στρεπτ ίνδα)] … Dictionary of Greek
πλουτίνδα — Α επίρρ. (δ. γρφ.) πλουτίνδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλοῦτος + επιρρμ. κατάλ. ίνδα (πρβλ. κρυπτ ίνδα, ξιφ ίνδα)] … Dictionary of Greek